ανοίγω, ρ. [<αρχ. ἀνοίγω ], ανοίγω. 1. τρυπώ: «άνοιξα δυο τρύπες στον τοίχο». 2. σχίζω: «άνοιξα το πουκάμισό μου σ’ αυτό το καρφί». 3. σκάβω: «άνοιξα ένα χαντάκι γύρω απ’ την αυλή μου για να μην πλημμυρίζει, όταν βρέχει δυνατά». 4. εγχειρίζω: «τον άνοιξαν με μια καινούρια εγχειρητική μέθοδο». 5. (για καταστήματα και άλλες δημόσιες υπηρεσίες) αρχίζω να λειτουργώ καθημερινά κάποια συγκεκριμένη ώρα: «τα σούπερ μάρκετ ανοίγουν στις 09.00 || οι δημόσιες υπηρεσίες ανοίγουν στις 08.00». 6α. (για είδη ένδυσης) ξεκουμπώνω, ξεκουμπώνομαι: «άνοιξα το πουκάμισό μου για να φαίνεται το χρυσό σταυρουδάκι πάνω στο στήθος μου || άνοιξα το παντελόνι μου μπροστά για να ουρήσω». β. (για είδη υπόδησης) ξεχειλώνω: «είναι στενά τα παπούτσια μου, όμως με το περπάτημα θ’ ανοίξουν». 7. (για χαρτοπαίγνιο) αρχίζω να παίζω βάζοντας ένα ορισμένο ποσό: «ανοίγω με χίλιες δραχμές». 8. (για λουλούδια) ανθίζω: «άνοιξαν τα τριαντάφυλλα». 9. (για σκάκι) κάνω τις πρώτες κινήσεις του παιχνιδιού: «άνοιξα με δυο στρατιωτάκια για να ελευθερώσω τις κινήσεις των δυο τρελών». 10. (για τάβλι) αφήνω ελεύθερο κάποιο αντίπαλο πούλι, που είχα πιασμένο ή αφήνω κάποια πόρτα που είχα πιασμένη: «με τις εξάρες που έφερα, αναγκάστηκα ν’ ανοίξω μια πόρτα κι ένα πούλι του». 11. στην προστακτ. άνοιξε και ανοίξτε (ενν. δρόμο), παραμέρισε, παραμερίστε: «άνοιξε να περάσω, γιατί βιάζομαι || ανοίξτε να περάσουν, γιατί κουβαλούν έναν τραυματία». (Ακολουθούν 225 φρ.)· 
- αν δε χτυπήσεις την πόρτα δεν ανοίγει, βλ. λ. πόρτα·
- ανοίγει η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- ανοίγει η ψαλίδα, βλ. λ. ψαλίδα·
- ανοίγει η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- ανοίγει στη διαπασών, βλ. λ. διαπασών·
- ανοίγει τα πόδια της, (για γυναίκες) βλ. λ. πόδι·
- ανοίγει τα σκέλια της, (για γυναίκες) βλ. λ. σκέλια·
- ανοίγουν οι κάλπες, βλ. λ. κάλπη·
- ανοίγουν τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- ανοίγω αλισβερίσι (με κάποιον ή με κάτι), βλ. λ. αλισβερίσι·
- ανοίγω βεντέτα (με κάποιον), βλ. λ. βεντέτα1·
- ανοίγω γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- ανοίγω δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ανοίγω δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- ανοίγω δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- ανοίγω θεμέλια ή ανοίγω τα θεμέλια, βλ. λ. θεμέλιο·
- ανοίγω ιστορία ή ανοίγω ιστορίες, βλ. λ. ιστορία·
- ανοίγω καβγά, βλ. καβγάς·
- ανοίγω καπάκι, βλ. λ. καπάκι·
- ανοίγω κάρτα (σε κάποιον), βλ. λ. κάρτα·
- ανοίγω κατάστημα, βλ. λ. κατάστημα·
- ανοίγω κι άλλη τρύπα στο ζωνάρι (μου), βλ. λ. ζωνάρι·
- ανοίγω κοιλιές και ξύνω σκεμπέδες, βλ. λ. κοιλιά·
- ανοίγω κουβέντα ή ανοίγω την κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- ανοίγω λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- ανοίγω λογαριασμούς, βλ. λ. λογαριασμός·
- ανοίγω μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- ανοίγω μέτωπο (με κάποιον, με κάποιους), βλ. λ. μέτωπο·
- ανοίγω μόνος μου το λάκκο μου, βλ. λ. λάκκος·
- ανοίγω μόνος μου τον τάφο μου, βλ. λ. τάφος·
- ανοίγω μπελά ή ανοίγω μπελάδες, βλ. λ. μπελάς·
- ανοίγω μπερντέ, βλ. λ. μπερντές·
- ανοίγω μπουρού, βλ. λ. μπουρού·
- ανοίγω νέα σελίδα, βλ. λ. σελίδα·
- ανοίγω νέο κεφάλαιο, βλ. λ. κεφάλαιο·
- ανοίγω νέους δρόμους, βλ. λ. δρόμος·
- ανοίγω νέους ορίζοντες, βλ. λ. ορίζοντας·
- ανοίγω νοικοκυριό, βλ. λ. νοικοκυριό·
- ανοίγω όλα τα γκάζια της ή ανοίγω όλα της τα γκάζια (ενν. της μοτοσικλέτας), βλ. λ. γκάζι·
- ανοίγω παλιές πληγές, βλ. λ. πληγή·
- ανοίγω πανί ή ανοίγω πανιά, βλ. λ. πανί·
- ανοίγω παρτίδες, βλ. λ. παρτίδα·
- ανοίγω πληγή, βλ. λ. πληγή·
- ανοίγω πόλεμο (σε κάποιον), βλ. λ. πόλεμος·
- ανοίγω πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- ανοίγω προηγούμενα (με κάποιον), βλ. λ. προηγούμενα·
- ανοίγω πυρ, βλ. λ. πυρ·
- ανοίγω σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- ανοίγω σπιτικό, βλ. λ. σπιτικό·
- ανοίγω συζήτηση ή ανοίγω τη συζήτηση , βλ. λ. συζήτηση·
- ανοίγω σχέση ή ανοίγω σχέσεις, βλ. λ. σχέση·
- ανοίγω τ’ αφτιά μου, βλ. λ. αφτί·
- ανοίγω τα γκαβά μου, βλ. λ. γκαβά·
- ανοίγω (τα) γκάζια (ενν. της μοτοσικλέτας), βλ. λ. γκάζι·
- ανοίγω τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- ανοίγω τα παλιά βιβλία, βλ. λ. βιβλίο·
- ανοίγω τα παλιά κατάστιχα, βλ. λ. κατάστιχο·
- ανοίγω τα παλιά κιτάπια, βλ. λ. κιτάπι·
- ανοίγω τα παλιά τεφτέρια, βλ. λ. τεφτέρι·
- ανοίγω τα στραβά μου, βλ. λ. στραβά·
- ανοίγω τα φτερά μου, βλ. λ. φτερό·
- ανοίγω τα φύλλα μου, βλ. λ. φύλλο·
- ανοίγω τα χαρτιά μου, βλ. λ. χαρτί·
- ανοίγω ταχύτητα, βλ. λ. ταχύτητα·
- ανοίγω τεφτέρι, βλ. λ. τεφτέρι·
- ανοίγω τη βρύση, βλ. λ. βρύση·
- ανοίγω τη δουλειά μου ή ανοίγω τις δουλειές μου, βλ. λ. δουλειά·
- ανοίγω τη στρόφιγγα, βλ. λ. στρόφιγγα·
- ανοίγω τη φωνή, (για ραδιόφωνα, τηλεοράσεις) βλ. λ. φωνή·
- ανοίγω την αγκαλιά μου, βλ. λ. αγκαλιά·
- ανοίγω την κάνουλα, (ιδίως για χρηματικές παροχές) βλ. λ. κάνουλα·
- ανοίγω την καρδιά μου (σε κάποιον), βλ. λ. καρδιά·
- ανοίγω την τηλεόραση, βλ. λ. τηλεόραση·
- ανοίγω τις δουλειές μου, βλ. λ. δουλειά·
- ανοίγω το βήμα μου, βλ. λ. βήμα·
- ανοίγω (το) γκάζι (ενν. της μοτοσικλέτας), βλ. λ. γκάζι·
- ανοίγω το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- ανοίγω (το) κλαπέτο, βλ. λ. κλαπέτο·
- ανοίγω το κουτί της Πανδώρας, βλ. λ. κουτί·
- ανοίγω το λάκκο μου, βλ. λ. λάκκος·
- ανοίγω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. λάκκος·
- ανοίγω το μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- ανοίγω το μαγαζί μου, βλ. λ. μαγαζί·
- ανοίγω το νερό, βλ. λ. νερό·
- ανοίγω το νερό ή ανοίγω τα νερά, βλ. λ. νερό·
- ανοίγω το ραδιόφωνο, βλ. λ. ραδιόφωνο·
- ανοίγω το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- ανοίγω το σπίτι μου, βλ. λ. σπίτι·
- ανοίγω το στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- ανοίγω το φάκελο, βλ. λ. φάκελος·
- ανοίγω το φως, βλ. λ. φως·
- ανοίγω τον ίδιο μου το λάκκο, βλ. λ. λάκκος·
- ανοίγω τον ίδιο μου τον τάφο, βλ. λ. τάφος·
- ανοίγω τον τάφο μου, βλ. λ. τάφος·
- ανοίγω τον τάφο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. τάφος·
- ανοίγω τους ασκούς του Αιόλου, βλ. λ. ασκός·
- ανοίγω υπόνομο, βλ. λ. υπόνομος·
- ανοίγω φάμπρικα, βλ. λ. φάμπρικα·
- ανοίγω φεγγίτη, βλ. λ. φεγγίτης·
- ανοίγω φύλλο, βλ. λ. φύλλο·
- ανοίγω χώρο, βλ. λ. χώρος·
- άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή! βλ λ. στόμα·
- άνοιξ’ ένα στόμα να! βλ. λ. στόμα·
- άνοιξ’ ένα στόμα σαράντα πήχες! βλ. λ. στόμα·
- ανοίξαμε και σας περιμένουμε, ειρωνική έκφραση για γυναίκα που ενδίδει πολύ εύκολα στις αντρικές ερωτικές προτάσεις: «είχε μια χαρά κοπέλα, αλλά τη χώρισε και τα ’φτιαξε με μια ανοίξαμε και σας περιμένουμε». Από τη συνηθισμένη διαφημιστική έκφραση νέου καταστήματος που μόλις άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες του στο κοινό. Στην προκειμένη περίπτωση η φρ. με σεξουαλικό υπονοούμενο·
- ανοίξαμε κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- ανοίξαμε συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- άνοιξαν κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- άνοιξαν οι καταρράχτες τ’ ουρανού, βλ. λ. ουρανός·
- άνοιξαν οι κρουνοί τ’ ουρανού, βλ. λ. ουρανός·
- άνοιξαν οι ουρανοί, βλ. λ. ουρανός·
- άνοιξαν οι πύλες του παραδείσου, βλ. λ. πύλη·
- άνοιξαν όλες οι πόρτες ή όλες οι πόρτες άνοιξαν, βλ. λ. πόρτα·
- άνοιξαν πολλά στόματα, βλ. λ. στόμα·
- άνοιξαν τα νεφρά μου, βλ. λ. νεφρό·
- άνοιξαν τα ουράνια, βλ. λ. ουράνια·
- άνοιξαν τα σκόρδα, βλ. λ. σκόρδο·
- άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του, βλ. λ. μάτι·
- άνοιξε δουλειές με φούντες, βλ. λ. δουλειά·
- άνοιξε η αυλαία, βλ. λ. αυλαία·
- άνοιξε η γη και τον κατάπιε, βλ. λ. γη·
- άνοιξε η δουλειά ή άνοιξαν οι δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- άνοιξε η ζγάρα μου, βλ. λ. ζγάρα·
- άνοιξε η κωλάθρα μου, βλ. λ. κωλάθρα·
- άνοιξε η μέση μου, βλ. λ. μέση·
- άνοιξε η μύτη μου, βλ. λ. μύτη·
- άνοιξε η πλάτη του, βλ. λ. πλάτη·
- άνοιξε η σούφρα μου, βλ. λ. σούφρα·
- άνοιξε η τύχη μου, βλ. λ. τύχη·
- άνοιξε η τύχη σου! βλ. λ. τύχη·
- άνοιξε ο δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- άνοιξε ο Θεός τα ουράνια, βλ. λ. Θεός·
- άνοιξε ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
- άνοιξε ο κώλος μου, βλ. λ. κώλος·
- άνοιξε ο κώλος μου σαν γαρίφαλο ή άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, βλ. λ. κώλος·
- άνοιξε πολύ τη βεντάλια, βλ. λ. βεντάλια·
- άνοιξε τ’ αντεράκι μου, βλ. λ. αντεράκι·
- άνοιξε τ’ άντερό μου, βλ. λ. άντερο·
- άνοιξε τα γκαβά σου! βλ. λ. γκαβά·
- άνοιξε τα μάτια σου! βλ. λ. μάτι·
- άνοιξε τα πόδια σου! βλ. λ. πόδι·
- άνοιξε τα στραβά σου! βλ. λ. στραβό·
- άνοιξε τις φλέβες του, βλ. λ. φλέβα·
- άνοιξε το βήμα σου! βλ. λ. βήμα·
- άνοιξε το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- άνοιξε το κεφάλι του στα δυο, βλ.λ. κεφάλι·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο ή άνοιξε το κεφάλι του σαν καρπούζι ή άνοιξε το κεφάλι του σαν πεπόνι Αργείτικο ή άνοιξε το κεφάλι του σαν τριαντάφυλλο, βλ. λ. κεφάλι·
- άνοιξε το κουτάκι, βλ. λ. κουτάκι·
- άνοιξε το στόμα σου! βλ. λ. στόμα·
- άνοιξε το στομάχι μου, βλ. λ. στομάχι·
- άνοιξε το τριώδιο, βλ. λ. τριώδιο·
- άνοιξε το φανάρι, βλ. λ. φανάρι·
- άνοιξες πόρτα! ή άνοιξες πόρτα για το χειμώνα! βλ. λ. πόρτα·
- γυρεύει με το βελόνι ν’ ανοίξει πηγάδι, βλ. λ. πηγάδι·
- δεν ανοίγει βιβλίο, βλ. λ. βιβλίο·
- δεν ανοίγω το στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- δεν άνοιξε μύτη, βλ. λ. μύτη·
- δεν άνοιξε ρουθούνι, βλ. λ. ρουθούνι·
- δεν ξέρει ν’ ανοίξει το στόμα του, βλ. λ. στόμα·
- είδε τυρί στον πούτσο του και θέλει ν’ ανοίξει στρούγκα ή είδε τυρί στον πούτσα του και θέλει ν’ ανοίξει τυροπωλείο, βλ. λ. τυρί·
- θα σου ανοίξω τη βαλβίδα, βλ. λ. βαλβίδα·
- θα σου ανοίξω τη σούφρα, βλ. λ. σούφρα·
- θα σου ανοίξω την κλανιά, βλ. λ. κλανιά·
- θα σου ανοίξω το λάκκο, βλ. λ. λάκκος·
- θα σου ανοίξω τον κλανιά, βλ. λ. κλανιάς·
- θα σου ανοίξω τον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- λες κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε, βλ. λ. γη·
- μην ανοίξω το στόμα μου! βλ. λ. στόμα·
- μου ανοίγει η όρεξη, βλ. λ. όρεξη·
- μου ανοίγει το λάκκο, βλ. λ. λάκκος·
- μου ανοίγουν τα γκαβά, βλ. λ. γκαβά·
- μου ανοίγουν τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- μου ανοίγουν τα στραβά, βλ. λ. στραβά·
- μου άνοιξαν το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- μου άνοιξε δουλειά ή μου άνοιξε δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- μου άνοιξε ιστορία ή μου άνοιξε ιστορίες, βλ. λ. ιστορία·
- μου άνοιξε μεγάλη πληγή, βλ. λ. πληγή·
- μου άνοιξε την καρδιά! βλ. λ. καρδιά·
- μου άνοιξε την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μπροστά σου απλώνει χαλιά, πίσω σου ανοίγει λάκκους, βλ. λ. λάκκος·
- ν’ ανοίξει η γη (και) να με καταπιεί (ενν. αν σου λέω ψέματα) βλ. λ. γη·
- ν’ ανοίξει η γη (και) να με καταπιεί, βλ. λ. γη·
- να μην ανοίξω το στόμα μου! βλ. λ. στόμα·
- ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του βιβλία ή ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του κατάστιχα ή ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του κιτάπια ή ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του τεφτέρια, βλ. λ. δουλειά·
- ο καλός ο νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα με τον κώλο, βλ. λ. νοικοκύρης·
- ο μουφλούζης, αν μουφλουζέψει, τα παλιά τεφτέρια ανοίγει, βλ. λ. μουφλούζης·
- όλες οι πόρτες ανοίγουν στην ευγένεια, βλ. λ. ευγένεια·
- όλες οι πόρτες ανοίξανε, βλ. λ. πόρτα·
- όποιος ανοίγει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, στο μεϊντάνι η Φροσύνη, βλ. λ. μεϊντάνι·
- πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- την άνοιξα, (για γυναίκες), την ξεπαρθένεψα: «αυτήν που βλέπεις την άνοιξα, όταν ήταν ακόμη δεκαοχτώ χρονώ»·
- την άνοιξαν (ενν. την κοιλιά της), της έκαναν καισαρική τομή: «αφού είδαν πως δεν είχε καθόλου διαστολή, την άνοιξαν και της πήραν το μωρό»· βλ. και φρ. τον άνοιξαν·
- της ανοίγω (όλα) τα γκάζια (ενν. της μοτοσικλέτας), βλ. λ. γκάζι·
- της ανοίγω τα γκάζια της (ενν. της μοτοσικλέτας), βλ. λ. γκάζι·
- της ανοίγω τα πόδια, (για γυναίκες),βλ. λ. πόδι·
- της ανοίγω τα σκέλια, (για γυναίκες), βλ. λ. σκέλια·
- το χρήμα αλλού ανοίγει τα στόματα κι αλλού τα κλείνει, βλ. λ. χρήμα·
- το χρήμα ανοίγει εύκολα τις πόρτες ή το χρήμα ανοίγει όλες τις πόρτες, βλ. λ. χρήμα·
- τον άνοιξαν, τον χειρούργησαν: «τον άνοιξαν προχτές στο τάδε νοσοκομείο κι όλα πήγαν μια χαρά»· βλ. και φρ. την άνοιξαν·
- τον άνοιξαν και τον έκλεισαν, σταμάτησαν την εγχείρηση, ιδίως γιατί βρέθηκαν αντιμέτωποι με καθολικό καρκίνο: «τον άνοιξαν και τον έκλεισαν προχτές στο τάδε νοσοκομείο, γιατί δεν έπαιρνε γιατρειά»·
- του ανοίγει το λάκκο, βλ. λ. λάκκος·
- του ανοίγει τον τάφο, βλ. λ. τάφος·
- του ανοίγω τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- του ανοίγω την όρεξη, βλ. λ. όρεξη·
- του ανοίγω το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- του (της) άνοιξα τη βαλβίδα, βλ. λ. βαλβίδα·
- του (της) άνοιξα τη σούφρα, βλ. λ. σούφρα·
- του άνοιξα την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- του άνοιξα την καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- του άνοιξα την καρδιά μου σαν πεπόνι Αργείτικο, βλ. λ. καρδιά·
- του (της) άνοιξα την κλανιά, βλ. λ. κλανιά·
- του (της) άνοιξα τον κλανιά, βλ. λ. κλανιάς·
- του (της) άνοιξα τον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- του άνοιξα το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο ή του άνοιξα το κεφάλι σαν καρπούζι ή του άνοιξα το κεφάλι σαν τριαντάφυλλο ή του άνοιξα το κεφάλι σαν πεπόνι Αργείτικο, βλ. λ. κεφάλι·
- του άνοιξα το κεφάλι στα δυο, βλ. λ. κεφάλι·
- του άνοιξαν την κάσα, βλ. λ. κάσα·
- του άνοιξαν το μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- του άνοιξαν το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- του άνοιξαν το ταμείο, βλ. λ. ταμείο·
- του άνοιξε κουμπότρυπες, βλ. λ. κουμπότρυπα·
- του άνοιξε τον πάτο, βλ. λ. πάτος·
- του ’δωσε ο Θεός πετσάκι κι αυτός άνοιξε βυρσοδεψείο, βλ. λ. πετσάκι·
- τους ανοίξαμε την κωλάθρα ή τους ανοίξαμε τις κωλάθρες, βλ. λ. κωλάθρα·
- τρώγοντας ανοίγει η όρεξη, βλ. λ. όρεξη.